Του Γιώργου Σαριδάκη
Στην καθημερινή ζωή – σαφώς – δεν εκλείπουν οι προστριβές ή οι διαφωνίες ανάμεσα σε ανθρώπους που είτε ανήκουν στο ίδιο οικογενειακό περιβάλλον, είτε συνδέονται με σχέσεις φιλίας ή συνεργασίας. Γεγονός, μάλιστα, που δύναται να χαρακτηριστεί ως υγιές, στο βαθμό που δεν συναντώνται «κακή» πρόθεση, βία και οποιοδήποτε στοιχείο ενδεχόμενου δόλου.
Όταν, όμως, εν μέσω καταστάσεων προσωπικού διαπληκτισμού και αντιπαράθεσης προκύπτει έντονο το σημείο της αδικίας σε βάρος ενός από τα συνδιαλεγόμενα μέρη, τότε εν τοις πράγμασι ποιες οι διαθέσεις της πλευράς που αποδεδειγμένα ευθύνεται για το λάθος της αναστάτωσης ώστε να επιδείξει (αργότερα) την αρμόζουσα συμπεριφορά με την αναγκαία και ειλικρινή δήλωση της συγγνώμης.
Δυστυχώς, σε αρκετές περιπτώσεις εμφανίζονται σημαντικές δυσκολίες στην παραδοχή του λάθους, κι ακόμα περισσότερο στην αναγνώριση της ευθύνης και την αποζήτηση συγχώρεσης.
Ειδικότερα, εξαιτίας θεμάτων υποκειμενικού πρίσματος (εγωισμός, ανασφάλεια, ίδιον όφελος) που βασίζονται στη σκέψη ότι η ομολογία «ενοχής», στην όποια παρεξήγηση, ενδέχεται να διαφανεί ως ένδειξη αδυναμίας, μείωση του προσωπικού κύρους, αλλά και να αποτελέσει κίνδυνο για κάθε είδους ατομικά συμφέροντα δεν φτάνουμε, συχνά, στο επιθυμητό άκουσμα της συγγνώμης και την πιθανή αποφόρτιση της κατάστασης.
Αντιθέτως, εκείνα που ακολουθούνται έγκειται στην άρνηση για άνοιγμα μιας συζήτησης συμφιλίωσης και την αποκατάσταση των πραγμάτων, με τη διατήρηση (έτσι) της διαταραγμένης σχέσης, καθώς και τη συνέχιση της σχέσης με εσκεμμένη παράβλεψη του λάθους (από τη πλευρά του υπεύθυνου) και μηδενική προσπάθεια «ξεκαθαρίσματος», κάτι που – μελλοντικά – δύναται να οδηγήσει σε νέα συγκρουσιακή κατάσταση, ακόμα και για θέματα ήσσονος σημασίας.
Βέβαια, χρειάζεται να σημειωθεί ότι η ευεργεσία της συγγνώμης θα υπάρξει, μόνο, στην περίπτωση που η έκφραση της δεν μένει στο τυπικό αλλά ενέχει ουσιαστικό περιεχόμενο και έννοια. Επίσης, η δυναμική της δεν μετράται το ίδιο σε μια, απλή, διαπροσωπική αντίθεση και σε, τυχόν, ποινικό αδίκημα ή εγκληματική ενέργεια με νομικές συνέπειες.
Η δύναμη της συγγνώμης φανερώνει, επιπλέον, την ικανότητα ενσυναίσθησης και αμοιβαιότητας, αλλά και της ανοικτής διάθεσης διαλόγου υπό δημοκρατικά σημεία και χωρίς την ύπαρξη παρωπίδων και την ύψωση κάθε τοίχους και εμποδίου, ενώ η αυτογνωσία είναι βασική προϋπόθεση και στοιχείο ώστε να φτάσει κάποιος στην αληθινή συγγνώμη.
Καταλήγοντας, ας διαισθανθούμε ότι μια συγγνώμη έχει τη δύναμη να διορθώσει, να (ξανά) ενώσει, να επιλύσει και – ίσως – δεν χρειάζεται να ψάξουμε πολύ μακριά για το πώς ή το αν. Μονάχα στο βαθύ μέσα μας, εκεί όπου υπάρχουν όλες οι απαντήσεις.
*Γιώργος Σαριδάκης, Κοινωνικός Λειτουργός, Επικεφαλής εθελοντικής ομάδας «Κοινωνική Αφύπνιση»